Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιτροπέω
περίτροχος
περιφαίνομαι
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρων
περιφύω
περιχέω
περιχώομαι
περιωπή
περιώσιος
περκνός
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
πεσέονται
πεσσός
View word page
περιώσιος

[περι- + an uncertain second element.]

In neut. sing. περιώσιον as adv., beyond measure : θαυμάζειν Od. 16.203. Cf. Il. 4.359.

ShortDef

immense, countless

Debugging

Headword:
περιώσιος
Headword (normalized):
περιώσιος
Headword (normalized/stripped):
περιωσιος
IDX:
7660
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7661
Key:

Data

{'content': '<p>[περι- + an uncertain second element.]</p> <p>In neut. sing. περιώσιον as adv., beyond measure : θαυμάζειν Od. 16.203. Cf. Il. 4.359.</p>'}