Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιτρέω
περιτρομέω
περιτροπέω
περίτροχος
περιφαίνομαι
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρων
περιφύω
περιχέω
περιχώομαι
περιωπή
περιώσιος
περκνός
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
View word page
περιχώομαι

[περι- 5.]

3 sing. aor. περιχώσατο.

ShortDef

to be exceeding angry about

Debugging

Headword:
περιχώομαι
Headword (normalized):
περιχώομαι
Headword (normalized/stripped):
περιχωομαι
IDX:
7658
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7659
Key:

Data

{'content': '<p>[περι- 5.]</p> <p>3 sing. aor. περιχώσατο.</p>'}