περιτρομέω
[περι- 1.]
To tremble or quiver round or about.
With dat., in mid. : σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Od. 18.77.
[περι- 1.]
To tremble or quiver round or about.
With dat., in mid. : σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Od. 18.77.