Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιστήωσι
περιστρέφω
περισχόμεθα
περιτάμνω
περιτέλλομαι
περιτίθημι
περίτρεσαν
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περιτρομέω
περιτροπέω
περίτροχος
περιφαίνομαι
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρων
περιφύω
περιχέω
περιχώομαι
περιωπή
View word page
περιτρομέω

[περι- 1.]

To tremble or quiver round or about.

With dat., in mid. : σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Od. 18.77.

ShortDef

all

Debugging

Headword:
περιτρομέω
Headword (normalized):
περιτρομέω
Headword (normalized/stripped):
περιτρομεω
IDX:
7649
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7650
Key:

Data

{'content': '<p>[περι- 1.]</p> <p>To tremble or quiver round or about.</p> <p>With dat., in mid. : σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Od. 18.77.</p>'}