Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνάξομεν
ἀναοίγω
ἀναπάλλω
ἀναπαύω
ἀναπετάννυμι
ἀναπίμπλημι
ἀναπλέω
ἀνάπνευσις
ἀναπνέω
ἀνάποινος
ἀναπρήθω
ἀνάπτω
ἀνάπυστος
ἀναροιβδέω
ἀναρπάζω
ἀναρρήγνυμι
ἀναρρίπτω
ἀναρροιβδέω
ἀνάρσιος
ἄναρχος
ἀνασεύω
View word page
ἀναπρήθω

[ἀνα- 1.]

Aor. pple. ἀναπρήσας.

ShortDef

to blow forth, to let burst forth

Debugging

Headword:
ἀναπρήθω
Headword (normalized):
ἀναπρήθω
Headword (normalized/stripped):
αναπρηθω
IDX:
763
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.764
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 1.]</p> <p>Aor. pple. ἀναπρήσας.</p>'}