Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
περίρρυτος
περισθενέω
περίσκεπτος
περισσαίνω
περισσείω
περισταδόν
περιστάθη
περισταῖεν
περιστείλασα
περιστείχω
περιστέλλω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστέφω
περίστησαν
περιστήσαντο
περιστήωσι
περιστρέφω
περισχόμεθα
περιτάμνω
περιτέλλομαι
View word page
περιστέλλω
[περι- 1.]
Aor. pple. fem. περι-στείλασα.
ShortDef
to dress, clothe, wrap up
Debugging
Headword:
περιστέλλω
Headword (normalized):
περιστέλλω
Headword (normalized/stripped):
περιστελλω
IDX:
7633
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7634
Key:
Data
{'content': '<p>[περι- 1.]</p> <p>Aor. pple. fem. περι-στείλασα.</p>'}