Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
περιρρέω
περιρρηδής
περίρρυτος
περισθενέω
περίσκεπτος
περισσαίνω
περισσείω
περισταδόν
περιστάθη
περισταῖεν
περιστείλασα
περιστείχω
περιστέλλω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστέφω
περίστησαν
περιστήσαντο
περιστήωσι
περιστρέφω
περισχόμεθα
View word page
περιστείλασα
aor. pple. fem. περιστέλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιστείλασα
Headword (normalized):
περιστείλασα
Headword (normalized/stripped):
περιστειλασα
IDX:
7631
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7632
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. fem. περιστέλλω.</p>'}