Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιπληθής
περιπλόμενος
περιπρό
περιπροχέω
περιρρέω
περιρρηδής
περίρρυτος
περισθενέω
περίσκεπτος
περισσαίνω
περισσείω
περισταδόν
περιστάθη
περισταῖεν
περιστείλασα
περιστείχω
περιστέλλω
περιστεναχίζομαι
περιστένω
περιστέφω
περίστησαν
View word page
περισσείω

[περι- 1.]

In pass., to wave or float about something : περισσείοντʼ ἔθειραι Il. 19.382, Il. 22.315.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισσείω
Headword (normalized):
περισσείω
Headword (normalized/stripped):
περισσειω
IDX:
7627
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7628
Key:

Data

{'content': '<p>[περι- 1.]</p> <p>In pass., to wave or float about something : περισσείοντʼ ἔθειραι Il. 19.382, Il. 22.315.</p>'}