Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιναιετάω
περιξεστός
περίοιδα
περιπέλομαι
περιπευκής
περιπλέκω
περιπληθής
περιπλόμενος
περιπρό
περιπροχέω
περιρρέω
περιρρηδής
περίρρυτος
περισθενέω
περίσκεπτος
περισσαίνω
περισσείω
περισταδόν
περιστάθη
περισταῖεν
περιστείλασα
View word page
περιρρέω

[περι- 2.]

To flow about.

With acc. : μοχλὸν αἷμα περίρρεεν Od. 9.388.

ShortDef

to flow round

Debugging

Headword:
περιρρέω
Headword (normalized):
περιρρέω
Headword (normalized/stripped):
περιρρεω
IDX:
7621
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7622
Key:

Data

{'content': '<p>[περι- 2.]</p> <p>To flow about.</p> <p>With acc. : μοχλὸν αἷμα περίρρεεν Od. 9.388.</p>'}