Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιξεστός
περίοιδα
περιπέλομαι
περιπευκής
περιπλέκω
περιπληθής
περιπλόμενος
περιπρό
περιπροχέω
περιρρέω
περιρρηδής
περίρρυτος
περισθενέω
περίσκεπτος
περισσαίνω
περισσείω
περισταδόν
View word page
περιπλόμενος
aor. pple. περιπέλομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιπλόμενος
Headword (normalized):
περιπλόμενος
Headword (normalized/stripped):
περιπλομενος
IDX:
7618
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7619
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. περιπέλομαι.</p>'}