Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιθεῖεν
περιίδμεναι
περιίστημι
περικαλλής
περίκειμαι
περικήδω
περίκηλος
περικλυτός
περικτίονες
περικτίται
περιμαιμάω
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιξεστός
περίοιδα
περιπέλομαι
περιπευκής
View word page
περιμαιμάω

[περι- 1.]

Fem. pres. pple. περιμαιμώωσα.

ShortDef

to gaze

Debugging

Headword:
περιμαιμάω
Headword (normalized):
περιμαιμάω
Headword (normalized/stripped):
περιμαιμαω
IDX:
7605
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7606
Key:

Data

{'content': '<p>[περι- 1.]</p> <p>Fem. pres. pple. περιμαιμώωσα.</p>'}