Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
περιηχέω
περιθεῖεν
περιίδμεναι
περιίστημι
περικαλλής
περίκειμαι
περικήδω
περίκηλος
περικλυτός
περικτίονες
περικτίται
περιμαιμάω
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιξεστός
περίοιδα
περιπέλομαι
View word page
περικτίται
οἱ
[as περικτίονες.]
=περικτίονες.
Absol. : τὴν πάντες μνώοντο περικτίται Od. 11.288.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περικτίται
Headword (normalized):
περικτίται
Headword (normalized/stripped):
περικτιται
IDX:
7604
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7605
Key:
Data
{'content': '<p>οἱ</p> <p>[as περικτίονες.]</p> <p>=περικτίονες.</p> <p>Absol. : τὴν πάντες μνώοντο περικτίται Od. 11.288.</p>'}