Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περίδραμον
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύνω
περιδώμεθον
περιδώσομαι
περίειμι
περιέχω
περιῄδη
περιηχέω
περιθεῖεν
περιίδμεναι
περιίστημι
περικαλλής
περίκειμαι
περικήδω
περίκηλος
περικλυτός
περικτίονες
περικτίται
περιμαιμάω
View word page
περιθεῖεν

3 pl. aor. opt. περιτίθημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιθεῖεν
Headword (normalized):
περιθεῖεν
Headword (normalized/stripped):
περιθειεν
IDX:
7595
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7596
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. opt. περιτίθημι.</p>'}