Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
περιδίδωμι
περίδραμον
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύνω
περιδώμεθον
περιδώσομαι
περίειμι
περιέχω
περιῄδη
περιηχέω
περιθεῖεν
περιίδμεναι
περιίστημι
περικαλλής
περίκειμαι
περικήδω
περίκηλος
περικλυτός
περικτίονες
περικτίται
View word page
περιηχέω
[περι- 1 + ἠχέω, fr. ἠχή.]
ShortDef
to ring all round
Debugging
Headword:
περιηχέω
Headword (normalized):
περιηχέω
Headword (normalized/stripped):
περιηχεω
IDX:
7594
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7595
Key:
Data
{'content': '<p>[περι- 1 + ἠχέω, fr. ἠχή.]</p>'}