περιγίγνομαι
[περι- 3.]
To excel, outrival, surpass.
With genit.: ὅσσον περιγιγνόμεθʼ ἄλλων Od. 8.102=252.
To prove superior to, get the better of, beat.
With genit. : μήτι ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο Il. 23.318.
[περι- 3.]
To excel, outrival, surpass.
With genit.: ὅσσον περιγιγνόμεθʼ ἄλλων Od. 8.102=252.
To prove superior to, get the better of, beat.
With genit. : μήτι ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο Il. 23.318.