Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περάω
περάω
πέρην
πέρησε
πέρθω
περί
περιάγνυμι
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβη
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγνάμπτω
περιδείδια
περιδέξιος
περιδίδωμι
περίδραμον
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύνω
περιδώμεθον
View word page
περιγίγνομαι

[περι- 3.]

To excel, outrival, surpass.

With genit.: ὅσσον περιγιγνόμεθʼ ἄλλων Od. 8.102=252.

To prove superior to, get the better of, beat.

With genit. : μήτι ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο Il. 23.318.

ShortDef

to be superior to; to survive

Debugging

Headword:
περιγίγνομαι
Headword (normalized):
περιγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιγιγνομαι
IDX:
7579
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7580
Key:

Data

{'content': '<p>[περι- 3.]</p> <p>To excel, outrival, surpass.</p> <p>With genit.: ὅσσον περιγιγνόμεθʼ ἄλλων Od. 8.102=252.</p> <p>To prove superior to, get the better of, beat.</p> <p>With genit. : μήτι ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο Il. 23.318.</p>'}