Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀναμίσγω
ἀναμορμύρω
ἀνανεύω
ἄναντα
ἄναξ
ἀνάξει
ἀνάξομεν
ἀναοίγω
ἀναπάλλω
ἀναπαύω
ἀναπετάννυμι
ἀναπίμπλημι
ἀναπλέω
ἀνάπνευσις
ἀναπνέω
ἀνάποινος
ἀναπρήθω
ἀνάπτω
ἀνάπυστος
ἀναροιβδέω
ἀναρπάζω
View word page
ἀναπετάννυμι
[ἀνα- 6.]
Acc. fem. pf. pple. pass. ἀναπεπταμένας.
ShortDef
to spread out, unfold, unfurl
Debugging
Headword:
ἀναπετάννυμι
Headword (normalized):
ἀναπετάννυμι
Headword (normalized/stripped):
αναπεταννυμι
IDX:
757
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.758
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀνα- 6.]</p> <p>Acc. fem. pf. pple. pass. ἀναπεπταμένας.</p>'}