Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πέπων
πέρ
περάαν
περάαν
περαιόω
πέρασαν
περάτη
περάω
περάω
πέρην
πέρησε
πέρθω
περί
περιάγνυμι
περιβαίνω
περιβάλλω
περίβη
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγνάμπτω
περιδείδια
View word page
πέρησε
3 sing. aor. περάω1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πέρησε
Headword (normalized):
πέρησε
Headword (normalized/stripped):
περησε
IDX:
7572
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7573
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. περάω1.</p>'}