Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέπταται
πεπτεῶτας
πεπτηώς
πεπύθοιτο
πεπυκασμένος
πέπυσμαι
πέπων
πέρ
περάαν
περάαν
περαιόω
πέρασαν
περάτη
περάω
περάω
πέρην
πέρησε
πέρθω
περί
περιάγνυμι
περιβαίνω
View word page
περαιόω

[cf. περάω1.]

To convey across; in pass., to pass over, cross, the sea : μὴ φθέωσι περαιωθέντες Od. 24.437.

ShortDef

to carry to the opposite side, carry over

Debugging

Headword:
περαιόω
Headword (normalized):
περαιόω
Headword (normalized/stripped):
περαιοω
IDX:
7566
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7567
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. περάω1.]</p> <p>To convey across; in pass., to pass over, cross, the sea : μὴ φθέωσι περαιωθέντες Od. 24.437.</p>'}