Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέπνυμαι
πέποιθα
πεπόλιστο
πέπονθα
πέποσθε
πεπότηται
πέπρωται
πέπταται
πεπτεῶτας
πεπτηώς
πεπύθοιτο
πεπυκασμένος
πέπυσμαι
πέπων
πέρ
περάαν
περάαν
περαιόω
πέρασαν
περάτη
περάω
View word page
πεπύθοιτο

3 sing. aor. opt. πεύθομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεπύθοιτο
Headword (normalized):
πεπύθοιτο
Headword (normalized/stripped):
πεπυθοιτο
IDX:
7559
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7560
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. opt. πεύθομαι.</p>'}