Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πέπλος
πέπνυμαι
πέποιθα
πεπόλιστο
πέπονθα
πέποσθε
πεπότηται
πέπρωται
πέπταται
πεπτεῶτας
πεπτηώς
πεπύθοιτο
πεπυκασμένος
πέπυσμαι
πέπων
πέρ
περάαν
περάαν
περαιόω
πέρασαν
περάτη
View word page
πεπτηώς
pf. pple. πτήσσω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεπτηώς
Headword (normalized):
πεπτηώς
Headword (normalized/stripped):
πεπτηως
IDX:
7558
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7559
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. πτήσσω.</p>'}