Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀναμένω
ἀναμετρέω
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίσγω
ἀναμορμύρω
ἀνανεύω
ἄναντα
ἄναξ
ἀνάξει
ἀνάξομεν
ἀναοίγω
ἀναπάλλω
ἀναπαύω
ἀναπετάννυμι
ἀναπίμπλημι
ἀναπλέω
ἀνάπνευσις
ἀναπνέω
ἀνάποινος
ἀναπρήθω
View word page
ἀνάξομεν
1 pl. fut. ἀνάγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνάξομεν
Headword (normalized):
ἀνάξομεν
Headword (normalized/stripped):
αναξομεν
IDX:
753
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.754
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. fut. ἀνάγω.</p>'}