Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πενθέω
πένθος
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πεντάετες
πενταέτηρος
πένταχα
πέντε
πεντήκοντα
πεντηκοντόγυος
πεντηκόσιοι
πεξαμένη
πεπαθυίῃ
πεπαλαγμένος
πεπάλακτο
πεπαλάσθαι
πεπάλασθε
πεπαρμένος
πέπασθε
πεπάσμην
View word page
πεντηκοντόγυος
[πεντήκοντα + γύης, a measure of land. Cf. τετράγυος.]
ShortDef
of fifty acres of grain-land
Debugging
Headword:
πεντηκοντόγυος
Headword (normalized):
πεντηκοντόγυος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντογυος
IDX:
7529
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7530
Key:
Data
{'content': '<p>[πεντήκοντα + γύης, a measure of land. Cf. τετράγυος.]</p>'}