Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πεμπταῖος
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πέμψω
πενθερός
πενθέω
πένθος
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πεντάετες
πενταέτηρος
πένταχα
πέντε
πεντήκοντα
πεντηκοντόγυος
πεντηκόσιοι
πεξαμένη
πεπαθυίῃ
πεπαλαγμένος
View word page
πένομαι
[cf. πόνος.]
(ἀμφι-)
ShortDef
to work for one's daily bread
Debugging
Headword:
πένομαι
Headword (normalized):
πένομαι
Headword (normalized/stripped):
πενομαι
IDX:
7523
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7524
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. πόνος.]</p> <p>(ἀμφι-)</p>'}