Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πέλωρος
πεμπάζομαι
πεμπταῖος
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πέμψω
πενθερός
πενθέω
πένθος
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πεντάετες
πενταέτηρος
πένταχα
πέντε
πεντήκοντα
πεντηκοντόγυος
πεντηκόσιοι
πεξαμένη
View word page
πενίη
-ης, ἡ
[πένομαι.]
ShortDef
poverty
Debugging
Headword:
πενίη
Headword (normalized):
πενίη
Headword (normalized/stripped):
πενιη
IDX:
7521
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7522
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[πένομαι.]</p>'}