Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέλωρον
πέλωρος
πεμπάζομαι
πεμπταῖος
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πέμψω
πενθερός
πενθέω
πένθος
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πεντάετες
πενταέτηρος
πένταχα
πέντε
πεντήκοντα
πεντηκοντόγυος
πεντηκόσιοι
View word page
πένθος

τό.

ShortDef

grief, sadness, sorrow

Debugging

Headword:
πένθος
Headword (normalized):
πένθος
Headword (normalized/stripped):
πενθος
IDX:
7520
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7521
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}