Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεμίζω
πελέσκεο
πέλλα
πέλω
πέλωρ
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πεμπάζομαι
πεμπταῖος
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πέμψω
πενθερός
πενθέω
πένθος
πενίη
πενιχρός
View word page
πεμπάζομαι
[πέμπε, Aeolic form of πέντε.]
3 sing. aor. subj. πεμπάσσεται.
ShortDef
reckon up
Debugging
Headword:
πεμπάζομαι
Headword (normalized):
πεμπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
πεμπαζομαι
IDX:
7512
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7513
Key:
Data
{'content': '<p>[πέμπε, Aeolic form of πέντε.]</p> <p>3 sing. aor. subj. πεμπάσσεται.</p>'}