Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πελειάς
πελεκάω
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεμίζω
πελέσκεο
πέλλα
πέλω
πέλωρ
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πεμπάζομαι
πεμπταῖος
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πέμψω
πενθερός
πενθέω
πένθος
View word page
πέλωρον
τό. = πέλωρ.
ShortDef
a monster, prodigy
Debugging
Headword:
πέλωρον
Headword (normalized):
πέλωρον
Headword (normalized/stripped):
πελωρον
IDX:
7510
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7511
Key:
Data
{'content': '<p>τό. = πέλωρ.</p>'}