Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέλεια
πελειάς
πελεκάω
πέλεκκον
πέλεκυς
πελεμίζω
πελέσκεο
πέλλα
πέλω
πέλωρ
πελώριος
πέλωρον
πέλωρος
πεμπάζομαι
πεμπταῖος
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πέμψω
πενθερός
πενθέω
View word page
πελώριος

[πέλωρ.]

ShortDef

gigantic

Debugging

Headword:
πελώριος
Headword (normalized):
πελώριος
Headword (normalized/stripped):
πελωριος
IDX:
7509
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7510
Key:

Data

{'content': '<p>[πέλωρ.]</p>'}