Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πειράω
πεῖρε
πειρήναντε
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
πεῖσα
πείσεσθαι
πείσεσθαι
πεῖσμα
πείσομαι
πείσομαι
πέκω
πέλαγος
πελάζω
πέλας
πέλασ̔σ̓ε
πέλεθρον
πέλεια
πελειάς
πελεκάω
View word page
πείσομαι
fut. mid. πείθω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πείσομαι
Headword (normalized):
πείσομαι
Headword (normalized/stripped):
πεισομαι
IDX:
7491
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7492
Key:
Data
{'content': '<p>fut. mid. πείθω.</p>'}