Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναλκείη
ἄναλκις
ἄναλτος
ἀναλύω
ἀναμαιμἀω
ἀναμάσσω
ἀναμένω
ἀναμετρέω
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίσγω
ἀναμορμύρω
ἀνανεύω
ἄναντα
ἄναξ
ἀνάξει
ἀνάξομεν
ἀναοίγω
ἀναπάλλω
ἀναπαύω
ἀναπετάννυμι
View word page
ἀναμίσγω

[ἀνα- 5.]

Contr. aor. pple. ἀμμείξας, ἀμμίξας Il. 24.529.

ShortDef

have intercourse with

Debugging

Headword:
ἀναμίσγω
Headword (normalized):
ἀναμίσγω
Headword (normalized/stripped):
αναμισγω
IDX:
747
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.748
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 5.]</p> <p>Contr. aor. pple. ἀμμείξας, ἀμμίξας Il. 24.529.</p>'}