Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέδιλον
πεδίον
πεδίονδε
πεδόθεν
πέδονδε
πέζα
πεζός
πείθω
πείκω
πεινάω
πείνη
πειράζω
πειραίνω
πεῖραν
πεῖραρ
πειράω
πεῖρε
πειρήναντε
πειρητίζω
πείρινς
πείρω
View word page
πείνη

ἡ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πείνη
Headword (normalized):
πείνη
Headword (normalized/stripped):
πεινη
IDX:
7476
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7477
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ.</p>'}