Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πατρώϊος
παῦρος
παυσωλή
παύω
παφλάζω
πάχετος
πάχιστος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύς
πέδαι
πεδάω
πέδιλον
πεδίον
πεδίονδε
πεδόθεν
πέδονδε
πέζα
πεζός
πείθω
View word page
παχύς

-εῖα, -ύ

[as πάχος.]

Comp. πάσσων, -ονος (for παχ-ίων).

Superl. πάχιστος.

ShortDef

thick, stout

Debugging

Headword:
παχύς
Headword (normalized):
παχύς
Headword (normalized/stripped):
παχυς
IDX:
7463
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7464
Key:

Data

{'content': '<p>-εῖα, -ύ</p> <p>[as πάχος.]</p> <p>Comp. πάσσων, -ονος (for παχ-ίων).</p> <p>Superl. πάχιστος.</p>'}