Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πατήρ
πάτος
πάτρη
πατρίς
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατρώϊος
παῦρος
παυσωλή
παύω
παφλάζω
πάχετος
πάχιστος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύς
πέδαι
πεδάω
View word page
παυσωλή

[παυσ-, παύω.]

ShortDef

rest

Debugging

Headword:
παυσωλή
Headword (normalized):
παυσωλή
Headword (normalized/stripped):
παυσωλη
IDX:
7455
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7456
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[παυσ-, παύω.]</p>'}