Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνακοντίζω
ἀνακόπτω
ἀνακράζω
ἀνακτόριος
ἀνακυμβαλιάζω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἄναλτος
ἀναλύω
ἀναμαιμἀω
ἀναμάσσω
ἀναμένω
ἀναμετρέω
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμίσγω
ἀναμορμύρω
ἀνανεύω
ἄναντα
ἄναξ
ἀνάξει
View word page
ἀναμάσσω
[ἀνα- 6 + μάσσω, to handle, conn. with μαίομαι.]
2 sing. fut. ἀναμάξεις.
ShortDef
to wipe off
Debugging
Headword:
ἀναμάσσω
Headword (normalized):
ἀναμάσσω
Headword (normalized/stripped):
αναμασσω
IDX:
742
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.743
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀνα- 6 + μάσσω, to handle, conn. with μαίομαι.]</p> <p>2 sing. fut. ἀναμάξεις.</p>'}