Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
παρμένω
πάροιθε
παροίτερος
παροίχομαι
πάρος
παρπεπιθών
παρστάς
παρτιθεῖ
παρφάσθαι
πάρφασις
View word page
παρμέμβλωκε
3 sing. pf. παραβλώσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρμέμβλωκε
Headword (normalized):
παρμέμβλωκε
Headword (normalized/stripped):
παρμεμβλωκε
IDX:
7420
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7421
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. παραβλώσκω.</p>'}