Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
παρμένω
πάροιθε
παροίτερος
παροίχομαι
πάρος
παρπεπιθών
παρστάς
παρτιθεῖ
παρφάσθαι
View word page
παρκατέλεκτο
3 sing. aor. mid. παρακαταλέγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρκατέλεκτο
Headword (normalized):
παρκατέλεκτο
Headword (normalized/stripped):
παρκατελεκτο
IDX:
7419
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7420
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. παρακαταλέγω.</p>'}