Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
παρμένω
πάροιθε
παροίτερος
παροίχομαι
πάρος
View word page
παρίημι
[παρ-, παρα- 2 + ἵημι1.]
3 sing. aor. pass. παρείθη (for παρ-ε-σέ-θη).
ShortDef
to pass over, let go, relax, yield, allow
Debugging
Headword:
παρίημι
Headword (normalized):
παρίημι
Headword (normalized/stripped):
παριημι
IDX:
7415
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7416
Key:
Data
{'content': '<p>[παρ-, παρα- 2 + ἵημι1.]</p> <p>3 sing. aor. pass. παρείθη (for παρ-ε-σέ-θη).</p>'}