Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
παρμένω
πάροιθε
παροίτερος
παροίχομαι
View word page
παρίζω
[παρ-, παρα- 2.]
To sit down beside.
With dat. : τηλεμάχῳ παρῖζεν Od. 4.311.
ShortDef
to sit beside
Debugging
Headword:
παρίζω
Headword (normalized):
παρίζω
Headword (normalized/stripped):
παριζω
IDX:
7414
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7415
Key:
Data
{'content': '<p>[παρ-, παρα- 2.]</p> <p>To sit down beside.</p> <p>With dat. : τηλεμάχῳ παρῖζεν Od. 4.311.</p>'}