Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
παρμένω
πάροιθε
παροίτερος
View word page
παριαύω

[παρ-, παρα- 2.]

To lie with.

With dat. : τῇ παριαύων Il. 9.336.

ShortDef

to sleep beside

Debugging

Headword:
παριαύω
Headword (normalized):
παριαύω
Headword (normalized/stripped):
παριαυω
IDX:
7413
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7414
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 2.]</p> <p>To lie with.</p> <p>With dat. : τῇ παριαύων Il. 9.336.</p>'}