Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
παρμένω
πάροιθε
View word page
πάρθεσαν
3 pl. aor. παρατίθημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πάρθεσαν
Headword (normalized):
πάρθεσαν
Headword (normalized/stripped):
παρθεσαν
IDX:
7412
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7413
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. παρατίθημι.</p>'}