Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
παρμένω
View word page
παρθένος

-ου, ἡ.

ShortDef

a maid, maiden, virgin, girl

Debugging

Headword:
παρθένος
Headword (normalized):
παρθένος
Headword (normalized/stripped):
παρθενος
IDX:
7411
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7412
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ἡ.</p>'}