Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
παρκατέλεκτο
παρμέμβλωκε
View word page
παρθενοπίπης

[παρθένος + ὀπιπεύω.]

ShortDef

one who looks after maidens, a seducer

Debugging

Headword:
παρθενοπίπης
Headword (normalized):
παρθενοπίπης
Headword (normalized/stripped):
παρθενοπιπης
IDX:
7410
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7411
Key:

Data

{'content': '<p>[παρθένος + ὀπιπεύω.]</p>'}