Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παρήιον
παρήλασε
παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
παριών
View word page
παρθενική
-ῆς.
= παρθένος Il. 18.567 : Od. 6.20, Od. 11.39.
ShortDef
unmarried girl
Debugging
Headword:
παρθενική
Headword (normalized):
παρθενική
Headword (normalized/stripped):
παρθενικη
IDX:
7408
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7409
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς.</p> <p>= παρθένος Il. 18.567 : Od. 6.20, Od. 11.39.</p>'}