Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρήϊξε
παρήιον
παρήλασε
παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρίστημι
παρίσχω
View word page
παρθέμενοι

nom. pl. masc. aor. pple. mid. παρατίθημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρθέμενοι
Headword (normalized):
παρθέμενοι
Headword (normalized/stripped):
παρθεμενοι
IDX:
7407
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7408
Key:

Data

{'content': '<p>nom. pl. masc. aor. pple. mid. παρατίθημι.</p>'}