Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρῆεν
παρηέρθη
παρήϊξε
παρήιον
παρήλασε
παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
παρθένιος
παρθενοπίπης
παρθένος
πάρθεσαν
παριαύω
παρίζω
παρίημι
View word page
παρήπαφε

3 sing. aor. παραπαφίσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρήπαφε
Headword (normalized):
παρήπαφε
Headword (normalized/stripped):
παρηπαφε
IDX:
7405
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7406
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. παραπαφίσκω.</p>'}