Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκρεμάννυμι
ἀγκυλομήτης
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκών
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαός
ἀγνοέω
ἁγνός
ἄγνυμι
View word page
ἀγκύλος

[ἄγκος.]

Curved.

Epithet of τόξα Il. 5.209, Il. 7.322: Od. 21.264.

Of ἅρμα (referring to the curved form of the front) Il. 7.39.

ShortDef

crooked, curved

Debugging

Headword:
ἀγκύλος
Headword (normalized):
ἀγκύλος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλος
IDX:
73
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.74
Key:

Data

{'content': '<p>[ἄγκος.]</p> <p>Curved.</p> <p>Epithet of τόξα Il. 5.209, Il. 7.322: Od. 21.264.</p> <p>Of ἅρμα (referring to the curved form of the front) Il. 7.39.</p>'}