Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρέστηκε
πάρεστι
παρέσφηλε
παρέτρεσσαν
παρευνάζω
παρέχω
παρεών
παρῆεν
παρηέρθη
παρήϊξε
παρήιον
παρήλασε
παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
παρθενική
View word page
παρήιον

τό

[cf. παρειαί.]

ShortDef

the cheek, jaw

Debugging

Headword:
παρήιον
Headword (normalized):
παρήιον
Headword (normalized/stripped):
παρηιον
IDX:
7398
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7399
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[cf. παρειαί.]</p>'}