Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παρέστη
παρέστηκε
πάρεστι
παρέσφηλε
παρέτρεσσαν
παρευνάζω
παρέχω
παρεών
παρῆεν
παρηέρθη
παρήϊξε
παρήιον
παρήλασε
παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
παρήπαφε
παρήπαφε
παρῆσθα
παρθέμενοι
View word page
παρήϊξε
3 sing. aor. παραΐσσω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρήϊξε
Headword (normalized):
παρήϊξε
Headword (normalized/stripped):
παρηιξε
IDX:
7397
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7398
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. παραΐσσω.</p>'}