Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρέσσομαι
παρέσται
παρεστάμεναι
παρέστασαν
παρέστη
παρέστηκε
πάρεστι
παρέσφηλε
παρέτρεσσαν
παρευνάζω
παρέχω
παρεών
παρῆεν
παρηέρθη
παρήϊξε
παρήιον
παρήλασε
παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
παρήορος
View word page
παρέχω

[παρ-, παρα- 2.]

3 sing. subj. παρέχῃ (παρσέχᾐ Od. 19.113.

Fut. παρέξω Od. 8.39, Od. 18.317.

3 sing. παρέξει Il. 23.835.

3 sing. aor. subj. παράσχῃ Il. 3.354 : Od. 15.55.

Infin. παρασχέμεν Il. 19.140, 147. παρασχεῖν Od. 7.28.

ShortDef

to furnish, provide, supply

Debugging

Headword:
παρέχω
Headword (normalized):
παρέχω
Headword (normalized/stripped):
παρεχω
IDX:
7393
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7394
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 2.]</p> <p>3 sing. subj. παρέχῃ (παρσέχᾐ Od. 19.113.</p> <p>Fut. παρέξω Od. 8.39, Od. 18.317.</p> <p>3 sing. παρέξει Il. 23.835.</p> <p>3 sing. aor. subj. παράσχῃ Il. 3.354 : Od. 15.55.</p> <p>Infin. παρασχέμεν Il. 19.140, 147. παρασχεῖν Od. 7.28.</p>'}