Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πάρεσαν
παρέσσομαι
παρέσται
παρεστάμεναι
παρέστασαν
παρέστη
παρέστηκε
πάρεστι
παρέσφηλε
παρέτρεσσαν
παρευνάζω
παρέχω
παρεών
παρῆεν
παρηέρθη
παρήϊξε
παρήιον
παρήλασε
παρῆλθε
πάρημαι
παρηορίαι
View word page
παρευνάζω

[παρ-, παρα- 2.]

In pass., to lie with.

With dat. : δμῳῇσι γυναιξίν Od. 22.37.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρευνάζω
Headword (normalized):
παρευνάζω
Headword (normalized/stripped):
παρευναζω
IDX:
7392
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7393
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 2.]</p> <p>In pass., to lie with.</p> <p>With dat. : δμῳῇσι γυναιξίν Od. 22.37.</p>'}