Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρέλκω
παρέμεινε
παρέμμεναι
παρέξ
παρεξελαύνω-
παρεξέρχομαι
παρέξω
παρέπεισε
παρέπεμψε
παρέπλαγξε
παρέπλω
παρέρχομαι
πάρεσαν
παρέσσομαι
παρέσται
παρεστάμεναι
παρέστασαν
παρέστη
παρέστηκε
πάρεστι
παρέσφηλε
View word page
παρέπλω

3 sing. aor. παραπλώω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρέπλω
Headword (normalized):
παρέπλω
Headword (normalized/stripped):
παρεπλω
IDX:
7380
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7381
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. παραπλώω.</p>'}